-
1 τρι-γονία
τρι-γονία, ἡ, die dritte Zeugung, Generation; πονηρὸς ἐκ τριγονίας, Dem. 58, 17; διὰ τριγονίας ἐκ πολιτῶν γεγονώς, Strab. 4, 1, 5 A.; vgl. Poll. 8, 85; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελϑεῖν, Plut. Cat. mai. 15.
-
2 τριγονία
τρῐγον-ία, ἡ,A the third generation,πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17
;ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19
;εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85
citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας)στιγματίαι Ph.2.446
;ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4
; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριγονία
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий